νίκη, η, ουσ. [<αρχ. νίκη], η νίκη· (γενικά) η κάθε είδους επικράτηση σε περίπτωση αναμέτρησης ή πολέμου: «η νίκη της ομάδας || η νίκη του κόμματος || εθνική νίκη στα Ενωμένα Έθνη»·
- άνετη νίκη, οποιαδήποτε μάχη ή άλλη αναμέτρηση που κερδίσθηκε με ευκολία: «ο στρατός μας πέτυχε άνετη νίκη επί του εχθρού || η ποδοσφαιρική ομάδα του Άρη πέτυχε άνετη νίκη επί της αντιπάλου ομάδας»·
- η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα κανέναν ή η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα είναι ορφανή, βλ. λ. πατέρας·
- καδμεία νίκη, που είναι καταστρεπτική και για τους δυο αντιπάλους, και για τους νικητές και για τους ηττημένους: «ήταν τόσο φονική η μάχη, που νίκη του στρατού μας αποδείχτηκε καδμεία νίκη»·
- κλειδώνω τη νίκη, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) σιγουρεύω τη νίκη: «απ’ τη στιγμή που η ομάδα μας κλείδωσε τη νίκη, έπαιζε καταστροφικό παιχνίδι». Συνών. κλειδώνω το ματς / κλειδώνω το παιχνίδι·
- με τον αέρα της νίκης, βλ. λ. αέρας·
- νίκη στα σημεία, (για πυγμάχους ή παλαιστές) βλ. φρ. νικώ στα σημεία, λ. σημείο·
- παίρνω τη νίκη, επικρατώ σε περίπτωση αναμέτρησης ή πολέμου, νικώ: «ποια ομάδα πήρε τη νίκη; || ποιο κόμμα πήρε τη νίκη στις πρόσφατες εκλογές; || ο στρατός μας πήρε τη νίκη». (Λαϊκό τραγούδι: ωραία την επέρασα μες τη Θεσσαλονίκη, θυμήθηκα το Δώδεκα που πήραμε τη νίκη
- πετώ με τα φτερά της νίκης, βλ. λ. φτερό·
- πύρρεια νίκη, νίκη που επιτεύχθηκε με μεγάλες απώλειες: «ο στρατός μας πέτυχε πύρρεια νίκη»·
- στο καλό και με τη νίκη! α. ενθαρρυντικός ή ευχετικός αποχαιρετισμός σε άτομο που επιχειρεί κάτι: «το βράδυ θα πάω να ζητήσω την τάδε απ’ τους γονείς της. -Στο καλό και με τη νίκη!». β. αδιάφορος ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο που αποφασίζει να ξεκινήσει μια δουλειά ή μια ενέργεια που η έκβασή της μας είναι αδιάφορη ή που είμαστε σίγουροι για την αποτυχία του: «τι με νοιάζει με τι θα καταπιαστείς, αλλά, αφού επιμένεις, άντε, στο καλό και με τη νίκη!». Από τον στερεότυπο ευχετικό αποχαιρετισμό σε στρατιώτη σε καιρό πολέμου.